βάγος

βάγος
(bagus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν σε πολλές χώρες του βόρειου γεωγραφικού πλάτους. Το σώμα τους είναι μικρό (3-5 χιλιοστά) και καμπύλο στη ράχη. Τα έλυτρα είναι συνενωμένα, ενώ τα πίσω φτερά είναι ατροφικά. Είναι ζώα αποκλειστικά φυτοφάγα και τρέφονται με φρούτα, σπόρους και φύλλα διαφόρων φυτών. Συνήθως τριγυρίζουν στα έλη που βρίσκονται κοντά στους ποταμούς και τις λίμνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”